Η ΣΚΛΑΒΑ Η ΠΟΛΗ

Η σκλάβα η Πόλη κάθεται στο Βόσπορο και κλαίει
Κι ο φιδωτός ο Βόσπορος την συμπονεί και λέει :

«Πες μου κυρά μου ζηλευτή, πεντάμορφη κυρά μου,
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;
Σαν τι είναι που μου ζήτησες κι εγώ να μη στο φέρω
Μήπως σ ελύπησα ο φτωχός και δίχως να το ξέρω;
Στα κάτασπρα τα πόδια σου δεν πέρασεν ημέρα,
που να μη σούφερα σκυφτός δώρα απ τον κόσμο πέρα.
Τα μύρα της Ανατολής και τα μεταξωτά της
Και τα χαλιά τα ατίμητα, τα μυριοπλουμιστά της
Και της Φραγκιάς τα ασημικά, και τα χρυσά στολίδια,
Και τα άλλα της τα ξακουστά, τα τόσα της παιχνίδια,
Πες μου λοιπόν γιατί μου κλαις, πεντάμορφη κυρά μου,
Γιατί ποτίζεις δάκρυα τα γαλανά νερά μου;»



«Στα κάτασπρα τα πόδια μου δεν πέρασεν ημέρα
που να μη μούφερες σκυφτός δώρα απ τον κόσμο πέρα.
Μον ένα δώρο ολημερίς κι ολονυχτίς προσμένω,
Κι ακόμα δεν μου τόφερε το κύμα σου αφρισμένο
Μον ένα δώρο λαχταρούν τα μάτια μου και κλαίνε,
Ατίμητο στα ατίμητα –
ελευθεριά το λένε.»

Ο Βόσπορος που τάκουσε κοιτάζει την κυρά του
Κι αναστενάζει θλιβερά στα γαλανά νερά του.


Κωνσταντίνου Μάνου ( 1869 –1913 )
« Λόγια της καρδιάς »